- αντιβόλι
- το (Μ ἀντιβόλιν)χνάρι, υπόδειγμα, σχέδιο σε χαρτί, δέρμα, ξύλο κ.λπ. για να κοπούν επάνω του μέρη ενδυμάτων, επίπλων κ.λπ.νεοελλ.1. κακό παράδειγμα, παράδειγμα προς αποφυγήν2. περίγε λως, ανόητος άνθρωπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.